- επιφωτίζω
- μετ. освещать;
επιφωτίσθη ο νούς μου — рассудок мой прояснился
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιφωτίσθη ο νούς μου — рассудок мой прояснился
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιφωτίζω — (Α ἐπιφωτίζω) φωτίζω από ψηλά, φωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωτίζω (< φως)] … Dictionary of Greek
ἐπιφωτιζομένου — ἐπιφωτίζω illuminate pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφωτισμός — ἐπιφωτισμός, ὁ (Α) [επιφωτίζω] 1. ο φωτισμός από ψηλά 2. ο μετέπειτα φωτισμός … Dictionary of Greek
προσεπιφωτίζω — Α [ἐπιφωτίζω] ρίχνω κι εγώ το φως μου σε κάποιον ή σε κάτι … Dictionary of Greek